- γλεύκινος
- γλεύκινος, -η, -ον (Α) [γλεύκος]1. ο παρασκευασμένος από γλεύκος («γλεύκινον μύρον»)2. (για κρασί) αυτό που δεν έχει υποστεί ακόμη ζύμωση3. το ουδ. ως ουσ. είδος αλοιφής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γλεύκινος — made with masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλεύκινον — γλεύκινος made with masc acc sg γλεύκινος made with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλευκίνης — γλεύκινος made with fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλευκίνου — γλεύκινος made with masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλευκίνῳ — γλεύκινος made with masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλεύκινα — γλεύκινος made with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γλεύκος — το (AM γλεῡκος) ο μούστος, το νέο κρασί που δεν έχει ακόμη υποστεί ζύμωση μσν. ποτό που δεν κατασκευάζεται από σταφύλια·|| αρχ. 1. ο χυμός τού σταφυλιού 2. η ορμή («τῆς ἡλικίας τὸ γλεῦκος») 3. η γλυκύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος με απαθή βαθμίδα… … Dictionary of Greek